Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γουλάρης — και γουλιάρης, α, ικο (Μ γουλάρης) [γούλα (I)] ο λαίμαργος … Dictionary of Greek
γουλόζος — α, ο ο γουλάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. goloso] … Dictionary of Greek